- συντόμευση
- acidité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συντόμευση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συντομεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντομεύω. Η λ., στον λόγιο τ. συντόμευσις, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
επιτομή — η 1. ο αποχωρισμός τμήματος από κάποιο σύνολο, συντόμευση, σύμπτυξη. 2. μικρό σύγγραμμα που έγινε από συντόμευση ή από περίληψη άλλου μεγαλύτερου: Επιτομή αρχαίας ιστορίας του Α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχυγραφία — η η συντόμευση λέξης με παράλειψη ενός ή περισσότερων γραμμάτων ή φθόγγων ή αλλιώς η σύμπτυξη ορισμένων λέξεων που απαντούν με μεγάλη συχνότητα … Dictionary of Greek
εαρινοποίηση — Το φαινόμενο της ταχύτερης ωρίμανσης των χειμερινών σιτηρών, ύστερα από επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας σε ελαφρώς διογκωμένους σπόρους τους πριν από τη σπορά. Κανονικά, αν οι σπόροι των χειμερινών σιτηρών διατηρηθούν σε υψηλή θερμοκρασία,… … Dictionary of Greek
επίτμηση — η [επιτέμνω] 1. αποκοπή, συντόμευση, σύμπτυξη, βραχυγραφία 2. σύντμηση λέξεων στη γραφή ή στην εκτύπωση, με παράλειψη γραμμάτων (π.χ. αρσ. αντί αρσενικό κ.λπ.) … Dictionary of Greek
επιτομή — η (AM ἐπιτομή) [επιτέμνω] νεοελλ. σύντομο σύγγραμμα, όπου εκτίθεται περιληπτικά το περιεχόμενο άλλου εκτενέστερου συγγράμματος μσν. «ἐπιτομή νόμων» ιδιωτική συλλογή διατάξεων τού βυζαντινού δικαίου αρχ. 1. η κατά την επιφάνεια τομή («τὴν τῆς… … Dictionary of Greek
ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με … Dictionary of Greek
ευσύνοπτος — η, ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, ον) αυτός που συνοράται εύκολα, τού οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που τό αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.) || (νεοελλ. μσν.) 1. συνοπτικός, συντομευμένος 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
καταπύκνωση — η (Α καταπύκνωσις) [καταπυκνώ] συμπύκνωση αρχ. συντόμευση τών διαστημάτων τής μουσικής κλίμακας … Dictionary of Greek
πολυμηνόρροια — η, Ν ιατρ. εμφάνιση εμμηνορρυσίας ανά διαστήματα μικρότερα τών 24 ημερών, που οφείλεται σε συντόμευση τής φάσης τής ωρίμασης τού ωοθυλακίου είτε τής φάσης τού ωχρού σωματίου ή ακόμη και σε έλλειψη ωορρηξίας, οπότε συνεπάγεται στειρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
σύντμηση — η / σύντμησις, ήσεως, ΝΜΑ [συντέμνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συντέμνω, συντόμευση, σύμπτυξη, βράχυνση 2. συντομογραφία … Dictionary of Greek